- φθογγήεις
- -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Ααυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις), βλ. λ. -όεις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθογγήεις — sounding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγήεντας — φθογγήεις sounding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγήεντος — φθογγήεις sounding masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek